Τελευταία videos

Με μεγάλη χαρά μοιράζομαι μαζί σας την έκδοση του νέου μου διηγήματος "Ψηφιδωτό στερητικών άλφα" στην ανθολογία "Ανάμεσα σε ουρανό και γη" του λογοτεχνικού περιοδικού Literary Loom 2. Ευχαριστώ τη συγγραφέα Μαριλένα Ξυψιτή για το εξαιρετικό, αισθητικά και ποιοτικά, αποτέλεσμα. Ακολουθεί το διήγημα και εικόνες από τη δημοσιευμένη του μορφή, για όποιον επιθυμεί να το διαβάσει.
Ψηφιδωτό στερητικών άλφα
Διήγημα της Ρένας ΑθανασοπούλουΒουλιάζω στον ήχο των βημάτων μου... αργά... λυτρωτικά... ατέρμονα... Διακρίνω τον πέτρινο σταυρό και ξεφυσώ αναμνήσεις. Κοιτάζω ασυναίσθητα τον καρπό μου. Λησμόνησα πως εκείνη τη μέρα το ρολόι σταμάτησε να μετρά το χρόνο κι έκανα το άψυχο μηχάνημα ψηφίδες. Μια αβάσταχτη δύναμη με τράβηξε προς τα πίσω ουρλιάζοντας στο μυαλό μου «οπισθοχώρηση». Η καρδιά μου έγινε δίχτυ που ψαρεύει στερητικά άλφα.
Κι όμως με ακούω να σέρνω τα σκονισμένα σανδάλια. Ακούω την ανάσα μου να ανεβαίνει το μονοπάτι. Είμαι όρθια, αλλά απλώνω τα χέρια μπροστά σαν να τραβώ ένα αόρατο σκοινί που με φυλακίζει σε δεσμά αντιφατικών επιθυμιών. Κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού λιώνω. Υποτιμώντας τον ιδρώτα που μούσκευε τα ρούχα μου, τα μαλλιά μου, που θόλωνε τα μάτια μου, έλιωνα στο φόβο της συνάντησης.
Γέλασα απότομα και δυνατά ξαφνιάζοντας τον εαυτό μου. Ποια συνάντηση; Οι όρκοι που φώλιασαν στη μισάνοιχτη πόρτα του μοναστηριού δεν τόλμησαν να με αντικρίσουν, ούτε να με καλέσουν. Εγώ όμως ήμουν εκεί, ένα κουβάρι γεμάτο από σένα. Τα χείλη μου σχημάτισαν ένα φιλί και μόνο στη σκέψη...
Σταμάτησα για λίγο. Η προσμονή έγινε αφόρητη. Ήθελα να γδυθώ από τη σάρκα μου, από ό,τι είχες αγγίξει και να τ’ αφήσω να αφομοιωθεί από τον καυτό ήλιο του Δεκαπενταύγουστου. Έβγαλα το μαντήλι που είχε το αγαπημένο σου χρώμα, εκείνο που έδενες τρυφερά στα μαλλιά μου, εκείνο με το οποίο μου έκλεινες τα μάτια για ν’ αναζητήσω το άρωμά σου, εκείνο που μπλεκόταν ανάμεσα στις αγκαλιές μας σαν παραπονεμένο πιτσιρίκι αποζητώντας προσοχή. Το εισέπνευσα λαίμαργα και το ανέμισα προς τον ανέφελο ουρανό. Ένα απρόσμενο αεράκι μού το πήρε από τα χέρια και έτρεξα προς τα πίσω για να το προλάβω. Έτρεχα, έτρεχα, μέχρι που έπεσα μαλακά στο έδαφος ξεφυσώντας στις άδειες χούφτες μου. Τα δάχτυλά μου έγιναν ποτάμια παίζοντας τα κομμάτια που μου έμαθες σ’ ένα υδάτινο πιάνο.
Ψέλλισα τ’ όνομά σου προκαλώντας τη μνήμη του αλμυρού νερού να σε φυλάξει. Τη στιγμή που είδα ότι είχα φτάσει στη βάση του μονοπατιού, έσπασα τις αντιστάσεις μου. Όχι αποφασισμένα, αλλά απελπισμένα. Σηκώθηκα νιώθοντας ακόμα σκυμμένη. Πέταξα το σάκο δαγκώνοντας αυτή τη φορά τα ξεραμένα μου χείλη ξανά και ξανά μέχρι να γευτώ αίμα. Έβγαλα ακόμα και τα σανδάλια. Κράτησα μόνο το φόρεμα, ξέρεις, εκείνο που γλιστρούσε στο κορμί σου και γινόταν τοπίο να εξερευνήσεις.
Δεν υπήρχε πια βάρος, μόνο ένα λυσσαλέο θέλω. Έπιασα το αόρατο σκοινί, χωρίς να δεθώ αυτή τη φορά. Το τραβούσα, το τιμωρούσα βίαια. Να τος πάλι ο σταυρός. Ανοιγόκλεισα τα μάτια για να είμαι σίγουρη και συνέχισα. Το καμπαναριό και οι πέτρινοι τοίχοι με περιπαίζανε. Μια με χαιρετούσαν και μια με έδιωχναν. Δεν μετάνιωσα, δεν δείλιασα. Ακολούθησα χαλίκι, χαλίκι τη μνήμη.
Όταν σχηματίστηκε μπροστά μου το μοναστήρι, σφάλισα τα μάτια, πείσμωσα. Η πόρτα ήταν κλειστή. Την έσπρωξα απαλά, μα ήταν κλειδωμένη. Έκανα το γύρο μήπως βρω κανένα άνοιγμα. Σκαρφάλωσα από την πίσω πλευρά του καμπαναριού. Τα γυμνά μου πόδια γέμισαν πληγές. Χτυπούσα με τις γροθιές μου τα δοκάρια που σφάλιζαν το παράθυρο.
Ένας μοναχός με μάλωσε και με βοήθησε να κατέβω. Δεν άρθρωσα λέξη, ούτε να τον ευχαριστήσω δεν είχα κουράγιο. Ξεκίνησε να μου αφηγείται την ιστορία του μοναστηριού, ενώ έβλεπε ότι έτρεμα ολόκληρη.
«Το μοναστήρι χρονολογείται πολλούς αιώνες πριν, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία της ίδρυσής του. Χτίστηκε μέσα στην άγρια φύση, ώστε οι βράχοι να δημιουργούν γύρω του ένα είδος κάστρου. Αυτός είναι και ο λόγος που αποτέλεσε καταφύγιο των αγωνιστών του 1821. Οι υπογραφές τους στους τοίχους συνομιλούν με τις παραδοσιακές αγιογραφικές αναπαραστάσεις της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Υπάρχει ακόμα και υπόγεια σήραγγα διαφυγής που οδηγεί στους πρόποδες του λόφου[1]». Η φωνή του μοναχού ακουγόταν απόμακρη: «Κάθε ναός ζωντανεύει μέσα από τους επισκέπτες του. Οι προσευχές, οι ελπίδες, ο πόνος βρίσκουν αιώνιο καταφύγιο στις πέτρινες χαραμάδες». Το αεράκι έκανε παράσιτα ενορχηστρώνοντας το θρόισμα των φύλλων, αφανίζοντας και το τελευταίο ίχνος συγκέντρωσης.
Συνέχισε τυραννικά. Είχα παραιτηθεί στη φλυαρία του, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. «Ο ναός που επισκέφτηκες τιμά τη μνήμη της Αγίας Ιουλίττας, η οποία έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού και είχε έναν τρίχρονο υιό, τον Κήρυκο. Επειδή ήταν χριστιανή, ο άρχοντας την κυνήγησε κι έτσι κατέφυγε σε διάφορα μέρη. Εκεί όμως τους συνέλαβε ο τοπικός ηγεμόνας. Για να την πείσει να αλλαξοπιστήσει προσπάθησε να πάρει με το μέρος του τον μικρό Κήρυκο. Το παιδί όμως, προς έκπληξη του ηγεμόνα, απάντησε ότι αγαπάει τον Χριστό και τον κλότσησε προκαλώντας την οργή του. Τότε εκείνος έσπρωξε το αγοράκι στις σκάλες σπάζοντας του το κρανίο». Έπιασα τον εαυτό μου να γουρλώνει τα μάτια προς το κενό. «Στη συνέχεια, μετά από βασανιστήρια, ο ηγεμόνας θανάτωσε τη μητέρα του με αποκεφαλισμό».
Ήμουν σίγουρη ότι ο λαλίστατος παππούλης θα έκλεινε βαρύγδουπα τη διδακτική του ρήση. Αντ’ αυτού είπε με τρυφερό τόνο: «Όπως καταλαβαίνεις, η καρδιά μας ορίζει την ύπαρξή μας, κι όχι το κεφάλι». Έσκυψα αυθόρμητα για να μην τρυπώσει στις σκέψεις μου. Μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και με μία κίνηση ο μοναχός άνοιξε την πόρτα. «Δεν είναι κλειδωμένη, τέκνον μου. Ποτέ δεν ήταν...», ψιθύρισε και με άφησε μόνη να εστιάζω στο πολυπόθητο τρίξιμο της πόρτας.
Όλα ήταν ίδια. Ακόμα και η σκόνη στα διαλυμένα καθίσματα, τις σπασμένες εικόνες, τα θολά βιτρό μαρτυρούσε το απόλυτο κενό. Άγγιξα άπληστα καθετί οικείο. Διέσχισα το ναό σαν να χορογραφώ τη στιγμή. Στις μύτες των ποδιών με τα χέρια να μακραίνουν προς όλες τις κατευθύνσεις έφτασα στο ιερό. Κάθισα στο μοναδικό σκαλοπάτι και αποκοιμήθηκα.
Μόλις ξύπνησα νόμιζα ότι τυφλώθηκα. Είχε νυχτώσει. Είχα παγιδευτεί εκεί. Αφού τα μάτια συνήθισαν, έψαξα τα σπίρτα που κάποτε είχαμε αφήσει. Άναψα τα καντήλια και τραγούδησα με σβησμένη φωνή. Είχαμε μοιραστεί νότες, στίχους, όνειρα, ζωή. Το δίχως άλλο τα συναισθήματα-σαν τα βιβλία-ποτέ δεν χάνουν την αξία τους, δεν αλλάζουν, δεν φθείρονται, μόνο αφηγούνται. Παρηγορήθηκα από τη μυρωδιά της κλεισούρας. Έπιασα στα χέρια μου το Ευαγγέλιο. Διάλεξα τυχαία μερικές σελίδες κι έψαλλα δυνατά.
Με μια απότομη κίνηση γονάτισα και σύρθηκα στο ιερό. Ψαχούλεψα στο σκοτάδι, στην αρχή άγαρμπα κι αβέβαια. Όσο κυλούσε ο δείκτης της κουτσομπόλας σελήνης, έπαιρνα θάρρος και χαρτογραφούσα τα σημεία με ηδονή. Κι ο παραμικρός θόρυβος με αναστάτωνε. Ήμουν έτοιμη να το βρω; Να σε βρω;
Ο γδούπος μιας εικόνας που πέφτει με ανακούφισε. Ακόμα στο πάτωμα, ακόμα γονατισμένη, υποταγμένη στη στιγμή, γράπωσα ένα μικρό φάκελο. Ήταν ακόμα εκεί. Ήσουν ακόμα εκεί. Ζαλίστηκα, έχασα τις αισθήσεις μου, χτύπησα το κεφάλι στον τοίχο και ο φάκελος προσγειώθηκε στο ασπρόμαυρο δάπεδο ανοιχτός. Κάτι μεταλλικό κατρακύλησε στο σκαλοπάτι του ιερού αντηχώντας μελωδικά και σκορπώντας αντανακλάσεις. Δύο βέρες περασμένες η μία μέσα στην άλλη σχημάτιζαν το σήμα του απείρου... αφόρετες.
Μπορείτε να βρείτε ολόκληρη την ανθολογία εδώ : https://drive.google.com/file/d/1Yfy7E_-x5gF7rku2WZpe48VKV472R5uH/view?fbclid=IwY2xjawMoFG1leHRuA2FlbQIxMABicmlkETA5d1lIU05pUE85RTJ2clM4AR7RcLXWbTd9F8-KE1RRERfDQkbjRAPlSa4GxJFCYrgkA4qIu88X41gGGomueQ_aem_T6BT13UN5p4AOhYskpZfbA