Latest News
Στο νέο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού «Καρυοθραύστης» φιλοξενείται η κριτική μου για το βιβλίο της Μαρία-Δέσποινα Ράμμου με τίτλο «Αντίστιξη» (εκδόσεις Παρέμβαση). Πρόκειται για μια συναρπαστική θεατρική νουβέλα που είχα την τιμή να παρουσιάσω μαζί με υπέροχους συνομιλητές πριν λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη. Ευχαριστώ την εξαιρετική συγγραφέα και την εκδότρια Δήμητρα Καραγιάννη για την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν.Κριτική για την πρώτη επίσημη βιβλιοπαρουσίαση της θεατρικής νουβέλας της Μαρίας-Δέσποινας Ράμμου με τίτλο «Αντίστιξη» από τη θεατρολόγο, συγγραφέα και εκπαιδευτικό Ρένα Αθανασοπούλου.
Ξεκινώντας την ανάγνωση του βιβλίου, αιφνιδιάστηκα. Αυτόματα στήθηκε στο μυαλό μου μία θεατρική σκηνή που γύριζε τις σελίδες σαν δυσοίωνος άνεμος που καλεί τον αναγνώστη/θεατή να γίνει μάρτυρας και ταυτόχρονα συνωμότης του δράματος που εκτυλίσσεται.
Στην αρχή χάθηκα, ένας στρόβιλος συγχώνευε αμείλικτα χωροχρονικά ταξίδια. Αναμνήσεις, τα σημάδια που άφηνε η πένα της ηρωίδας, το παράλογο σε διάλογο με τη φαντασία, αλλοτριωμένα παιδικά όνειρα, φιλοσοφικοί στοχασμοί, ένα παρόν με αδιάψευστα ψήγματα και πρόσωπα του πραγματικού κόσμου.
Τα έργα του γνωστού ζωγράφου Κώστα Ντιό που κοσμούν το εξώφυλλο και συνοδοιπορούν με το κείμενο, παραπέμπουν σε θεατρική μακέτα. Θυμάμαι στο σπίτι του Τόμας Μαν στο Lubeck είδα μια μακέτα με τους ήρωες που τον βοηθούσε να στήνει σωστά τις σκηνές. Έτσι λοιπόν ένιωσα και όταν πήρα στα χέρια το παρόν βιβλίο. Ότι οι φιγούρες έπαιρναν θέση μπροστά στο απροσδιόριστο χωροχρονικά σκηνικό. Οι πίνακες του βιβλίου δεν προδίδουν την ιστορία, τη φυλάνε. Αντίθετα υποδηλώνουν μια ασφυκτική ατμόσφαιρα με σκιές μπροστά από στοχοθετημένους αισθητικά και νοηματοδοτικά φωτισμούς. Η παρτιτούρα που βρίσκεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι ένα αναγεννησιακό μανδριγάλι που συνέθεσε ο Ζακ Αρκαντέλ τον 16ο αιώνα. Αυτή η αντιστικτική μουσική γραφή σχετίζεται θεματικά με το θάνατο αποτελώντας ένα είδος εικονογραφημένης ερμηνείας του τίτλου.
Μπορεί ο Χένρικ Ίψεν να καθιέρωσε το 19ο αιώνα στο ρεαλιστικό θέατρο τα ερωτικά τρίγωνα δίνοντας ακόμα και το όνομά του σε αυτά-ιψενικά τρίγωνα, αλλά η προσέγγιση και η ερμηνεία των περίπλοκων διαπροσωπικών σχέσεων περνούν από το θέατρο του παραλόγου μέχρι τις σημερινές διαδραστικές performance.
Στην «Αντίστιξη» το «κατά φαντασίαν» ερωτικό τρίγωνο χαρακτηρίζεται από μια αστάθεια που αποδυναμώνει τα μέλη του. Το βάρος πέφτει μία στον ένα και μία στον άλλο, σαν να παρακολουθούμε το δίλημμα της ηρωίδας, σαν να καλούμαστε να κρίνουμε και να διαλέξουμε, όχι ανάμεσα στο σύζυγο και τον πλατωνικό εραστή, αλλά ανάμεσα στη ρουτίνα και τη φαντασία, τον εγκλωβισμένο στη δημόσια εικόνα ρόλο της γυναίκας και το βαθειά ελεύθερο δημιουργικό της πνεύμα.
Στο πλαίσιο λοιπόν της σύγχρονης γραφής η δημιουργός παλεύει ανάμεσα στο ρομαντισμό του ποιητικού λόγου, την αναζήτηση του νοήματος της ευτυχίας και στο επίκαιρο σκληρό και αποστεωμένο παρών μιας ακόμα γυναικοκτονίας. Τη μια στιγμή μιλά ο φανταστικός συνοδοιπόρος της πρωταγωνίστριας εκλιπαρώντας για την επιβεβαίωση της ύπαρξής του και την άλλη εμφανίζεται μπροστά μας μια οθόνη ειδήσεων που μας γειώνει στην αναπόφευκτη καθημερινότητα.
Συχνά οι σκηνές θυμίζουν όνειρο, αγαπημένο θεατρικό τέχνασμα που λειτουργεί αντιστικτικά στη ροή της αληθινής ιστορίας. Όταν ο Καλντερόν έγραψε το 17ο αιώνα το έργο «Η ζωή είναι όνειρο» έχοντας ως κεντρικό θέμα την ελευθερία του ανθρώπου να διαμορφώνει τη ζωή του, χωρίς να παρασύρεται από ένα υποτιθέμενο πεπρωμένο, δεν φανταζόταν ότι θα ενέπνεε πολλούς σύγχρονους συγγραφείς να αξιοποιήσουν τη μαγεία του φανταστικού παράλληλου κόσμου για να εκφράσουν τη διαχρονική αυτή αγωνία. Μόνο που εδώ το όνειρο διαρρηγνύεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου από φωνές που ταρακουνούν τον αναγνώστη για να μην αποκοιμηθεί στην ασφάλεια μιας φανταστικής ιστορίας, αλλά να ξυπνήσει σε έναν τρομακτικό υπαρκτό κόσμο ανασφάλειας.
Αυτή τη διάσταση τονίζει σκηνογραφικά και σκηνοθετικά η θεατρική απόδοση του έργου. Η Μαρία-Δέσποινα Ράμμου τολμά να ζωντανέψει τις σελίδες του βιβλίου της ενσαρκώνοντας η ίδια την ηρωίδα. Οι ηθοποιοί εναλλάσσουν το διάλογο με το μονόλογο και μας εγκλωβίζουν στον καπνό που τυλίγει τις σκέψεις τους. Η μουσική σαν Ερινύες ενδυναμώνει το αβάσταχτο συναίσθημα της φθοράς των σχέσεων και της άκαρπης ενδοσκοπικής απόπειρας.
Έγκλημα πάθους και διαρκής διάλογος που θυμίζει αρχαία τραγωδία. Χθόνιες Ερινύες, συνεχόμενα flash back και στοιχεία προοικονομίας που μας οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ένα λαβύρινθο. Ένα λαβύρινθο φτιαγμένο από χώμα, χώμα πρωτογενές υλικό, χώμα πρωτοπλάστων, χώμα στην αρχή και το τέλος του έργου και της ζωής. Οι τρεις ήρωες, αληθινοί ή φανταστικοί, ζωντανοί ή νεκροί, παλεύουν να βρουν την έξοδο, τη λύτρωση, αβοήθητοι, χωρίς από μηχανής θεούς, διασταυρώνονται και συνομιλούν μέχρι να γραφτεί το τέλος της «Αντίστιξης» και να βγουν επιτέλους λαβωμένοι και ανακουφισμένοι από τη σκηνή.
Ξεκινώντας την ανάγνωση του βιβλίου, αιφνιδιάστηκα. Αυτόματα στήθηκε στο μυαλό μου μία θεατρική σκηνή που γύριζε τις σελίδες σαν δυσοίωνος άνεμος που καλεί τον αναγνώστη/θεατή να γίνει μάρτυρας και ταυτόχρονα συνωμότης του δράματος που εκτυλίσσεται.
Στην αρχή χάθηκα, ένας στρόβιλος συγχώνευε αμείλικτα χωροχρονικά ταξίδια. Αναμνήσεις, τα σημάδια που άφηνε η πένα της ηρωίδας, το παράλογο σε διάλογο με τη φαντασία, αλλοτριωμένα παιδικά όνειρα, φιλοσοφικοί στοχασμοί, ένα παρόν με αδιάψευστα ψήγματα και πρόσωπα του πραγματικού κόσμου.
Τα έργα του γνωστού ζωγράφου Κώστα Ντιό που κοσμούν το εξώφυλλο και συνοδοιπορούν με το κείμενο, παραπέμπουν σε θεατρική μακέτα. Θυμάμαι στο σπίτι του Τόμας Μαν στο Lubeck είδα μια μακέτα με τους ήρωες που τον βοηθούσε να στήνει σωστά τις σκηνές. Έτσι λοιπόν ένιωσα και όταν πήρα στα χέρια το παρόν βιβλίο. Ότι οι φιγούρες έπαιρναν θέση μπροστά στο απροσδιόριστο χωροχρονικά σκηνικό. Οι πίνακες του βιβλίου δεν προδίδουν την ιστορία, τη φυλάνε. Αντίθετα υποδηλώνουν μια ασφυκτική ατμόσφαιρα με σκιές μπροστά από στοχοθετημένους αισθητικά και νοηματοδοτικά φωτισμούς. Η παρτιτούρα που βρίσκεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι ένα αναγεννησιακό μανδριγάλι που συνέθεσε ο Ζακ Αρκαντέλ τον 16ο αιώνα. Αυτή η αντιστικτική μουσική γραφή σχετίζεται θεματικά με το θάνατο αποτελώντας ένα είδος εικονογραφημένης ερμηνείας του τίτλου.
Μπορεί ο Χένρικ Ίψεν να καθιέρωσε το 19ο αιώνα στο ρεαλιστικό θέατρο τα ερωτικά τρίγωνα δίνοντας ακόμα και το όνομά του σε αυτά-ιψενικά τρίγωνα, αλλά η προσέγγιση και η ερμηνεία των περίπλοκων διαπροσωπικών σχέσεων περνούν από το θέατρο του παραλόγου μέχρι τις σημερινές διαδραστικές performance.
Στην «Αντίστιξη» το «κατά φαντασίαν» ερωτικό τρίγωνο χαρακτηρίζεται από μια αστάθεια που αποδυναμώνει τα μέλη του. Το βάρος πέφτει μία στον ένα και μία στον άλλο, σαν να παρακολουθούμε το δίλημμα της ηρωίδας, σαν να καλούμαστε να κρίνουμε και να διαλέξουμε, όχι ανάμεσα στο σύζυγο και τον πλατωνικό εραστή, αλλά ανάμεσα στη ρουτίνα και τη φαντασία, τον εγκλωβισμένο στη δημόσια εικόνα ρόλο της γυναίκας και το βαθειά ελεύθερο δημιουργικό της πνεύμα.
Στο πλαίσιο λοιπόν της σύγχρονης γραφής η δημιουργός παλεύει ανάμεσα στο ρομαντισμό του ποιητικού λόγου, την αναζήτηση του νοήματος της ευτυχίας και στο επίκαιρο σκληρό και αποστεωμένο παρών μιας ακόμα γυναικοκτονίας. Τη μια στιγμή μιλά ο φανταστικός συνοδοιπόρος της πρωταγωνίστριας εκλιπαρώντας για την επιβεβαίωση της ύπαρξής του και την άλλη εμφανίζεται μπροστά μας μια οθόνη ειδήσεων που μας γειώνει στην αναπόφευκτη καθημερινότητα.
Συχνά οι σκηνές θυμίζουν όνειρο, αγαπημένο θεατρικό τέχνασμα που λειτουργεί αντιστικτικά στη ροή της αληθινής ιστορίας. Όταν ο Καλντερόν έγραψε το 17ο αιώνα το έργο «Η ζωή είναι όνειρο» έχοντας ως κεντρικό θέμα την ελευθερία του ανθρώπου να διαμορφώνει τη ζωή του, χωρίς να παρασύρεται από ένα υποτιθέμενο πεπρωμένο, δεν φανταζόταν ότι θα ενέπνεε πολλούς σύγχρονους συγγραφείς να αξιοποιήσουν τη μαγεία του φανταστικού παράλληλου κόσμου για να εκφράσουν τη διαχρονική αυτή αγωνία. Μόνο που εδώ το όνειρο διαρρηγνύεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου από φωνές που ταρακουνούν τον αναγνώστη για να μην αποκοιμηθεί στην ασφάλεια μιας φανταστικής ιστορίας, αλλά να ξυπνήσει σε έναν τρομακτικό υπαρκτό κόσμο ανασφάλειας.
Αυτή τη διάσταση τονίζει σκηνογραφικά και σκηνοθετικά η θεατρική απόδοση του έργου. Η Μαρία-Δέσποινα Ράμμου τολμά να ζωντανέψει τις σελίδες του βιβλίου της ενσαρκώνοντας η ίδια την ηρωίδα. Οι ηθοποιοί εναλλάσσουν το διάλογο με το μονόλογο και μας εγκλωβίζουν στον καπνό που τυλίγει τις σκέψεις τους. Η μουσική σαν Ερινύες ενδυναμώνει το αβάσταχτο συναίσθημα της φθοράς των σχέσεων και της άκαρπης ενδοσκοπικής απόπειρας.
Έγκλημα πάθους και διαρκής διάλογος που θυμίζει αρχαία τραγωδία. Χθόνιες Ερινύες, συνεχόμενα flash back και στοιχεία προοικονομίας που μας οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ένα λαβύρινθο. Ένα λαβύρινθο φτιαγμένο από χώμα, χώμα πρωτογενές υλικό, χώμα πρωτοπλάστων, χώμα στην αρχή και το τέλος του έργου και της ζωής. Οι τρεις ήρωες, αληθινοί ή φανταστικοί, ζωντανοί ή νεκροί, παλεύουν να βρουν την έξοδο, τη λύτρωση, αβοήθητοι, χωρίς από μηχανής θεούς, διασταυρώνονται και συνομιλούν μέχρι να γραφτεί το τέλος της «Αντίστιξης» και να βγουν επιτέλους λαβωμένοι και ανακουφισμένοι από τη σκηνή.
It has been read 75 times